ατίναχτος

ατίναχτος
-η, -ο (AM ἀτίνακτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να τιναχτεί
αρχ.-μσν.
ακίνητος, ατράνταχτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ατίναχτος — η, ο 1. αυτός που δεν τινάχτηκε: Έχομε τα χαλιά μας ατίναχτα. 2. αυτός που δε ραβδίστηκε για να πέσει ο καρπός: Τις περισσότερες ελιές τις είχαν ακόμη ατίναχτες. 3. αυτός που δεν ανατινάχτηκε: Τελικά η γέφυρα έμεινε ατίναχτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”